- αντιηλιακός
- -ή, -ότο ουδ. ως ουσ. το αντιηλιακόσκεύασμα επαλειφόμενο στην επιδερμίδα τού σώματος για προστασία από τη βλαβερή επίδραση τών ηλιακών ακτίνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιηλιακός — ή, ό 1. αυτός που προφυλάσσει κάτι ή κάποιον από τις ηλιακές ακτίνες. 2. το ουδ. ως ουσ., αντιηλιακό υπονοεί το καλλυντικό προϊόν που προφυλάσσει το δέρμα από τις βλαβερές ηλιακές ακτίνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)